- μοκέτα
- 1) dywan (m) rzecz.2) kobierzec (m) rzecz.3) wykładzina (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
μοκέτα — η (υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»] … Dictionary of Greek